- ἐπισυστάσει
- ἐπισύστασιςgatheringfem nom/voc/acc dual (attic epic)ἐπισυστάσεϊ , ἐπισύστασιςgatheringfem dat sg (epic)ἐπισύστασιςgatheringfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισύστασις — ἐπισύστασις, ἡ (Α) [σύστασις] 1. θορυβώδης συγκέντρωση λαού («καὶ οὔτε ἐν τῷ ίερῷ εὗρόν με... ἐπισύστασιν ποιοῡντα ὄχλου», ΚΔ) 2. στάση, επανάσταση («οἱ ἐπισυστάντες ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρών... ἐν τῇ ἐπισυστάσει Κυρίου», ΠΔ) 3. συγκέντρωση… … Dictionary of Greek